ἀδυνατῶν

ἀδυνατῶν
ἀδυνατέω
to be
pres part act masc nom sg (attic epic doric)
ἀδυνατόω
debilitate
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
ἀδυνατόω
debilitate
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
ἀδυνατόω
debilitate
pres part act masc nom sg
ἀδυνατόω
debilitate
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀδυνάτων — ἀδύνατος unable masc/fem/neut gen pl ἀ̱δυνάτων , ἀδυνατόω debilitate imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱δυνάτων , ἀδυνατόω debilitate imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀδυνατόω debilitate imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀδυνατόω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιπποτισμός — Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν… …   Dictionary of Greek

  • MUTILATI in bello — de publico olim Athenis pecuniam accipiebant: ex lege Pisistrari, Τοὺς πηρωθέντας εν πολέμῳ δημοσία τρέφειν, Mutilati in bello publice aluntor, quam aemulatione et exemplo Solonis tulit, ut refert Plut. in Solone, ubi Thersippo primum id… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αλληλεγγύη — Η ηθική ή υλική αλληλοβοήθεια ανάμεσα στα μέλη μιας κοινωνίας ή μιας ομάδας της· η αμοιβαία εγγύηση· η αμοιβαία σχέση δύο ή περισσότερων ατόμων με πνεύμα δικαιοσύνης και αδελφότητας που εκδηλώνεται σε πράξεις αλληλοεξυπηρέτησης. Η α. διακρίνεται… …   Dictionary of Greek

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

  • αντωνυμία — Κλιτό μέρος του λόγου, που η κλασική γραμματική (Διονύσιος ο Θραξ) ερμήνευε και όριζε ως τη λέξη που αντικαθιστά ένα όνομα. Στην πραγματικότητα, όμως, o ρόλος της α. είναι ευρύτερος και θα μπορούσε να οριστεί ως η λέξη που δηλώνει, χωρίς να τα… …   Dictionary of Greek

  • εκδικητής — και γδικιωτής, ο (θηλ. εκδικήτρα και εκδικήτρια, η) (AM ἐκδικητής) 1. αυτός που ανταποδίδει το κακό, ο τιμωρός («εκδικητής τού φόνου τού πατέρα του») 2. υπερασπιστής, προστάτης («ἐκδικητής τών αδυνάτων») …   Dictionary of Greek

  • κατάχρηση — Όρος του δημόσιου και του ιδιωτικού δικαίου, ο οποίος έχει πολλές έννοιες. Στο διοικητικό δίκαιο, η κ. εξουσίας αποτελεί λόγο ακύρωσης των διοικητικών πράξεων. Στο αστικό δίκαιο (άρθρο 281 Α.Κ.) υφίσταται κ. εξουσίας, όταν ένα δικαίωμα ασκείται… …   Dictionary of Greek

  • κατεπιχείρησις — κατεπιχείρησις, ήσεως, ἡ (Μ) [κατεπιχειρώ] 1. επιχείρηση, προσπάθεια, ενέργεια 2. προσβολή κάποιου, επιχείρηση εναντίον κάποιου («ἡ τῶν ἀδυνάτων κατεπιχείρησις», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”