ἀδυνάτων — ἀδύνατος unable masc/fem/neut gen pl ἀ̱δυνάτων , ἀδυνατόω debilitate imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱δυνάτων , ἀδυνατόω debilitate imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀδυνατόω debilitate imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀδυνατόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπποτισμός — Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν… … Dictionary of Greek
MUTILATI in bello — de publico olim Athenis pecuniam accipiebant: ex lege Pisistrari, Τοὺς πηρωθέντας εν πολέμῳ δημοσία τρέφειν, Mutilati in bello publice aluntor, quam aemulatione et exemplo Solonis tulit, ut refert Plut. in Solone, ubi Thersippo primum id… … Hofmann J. Lexicon universale
αλληλεγγύη — Η ηθική ή υλική αλληλοβοήθεια ανάμεσα στα μέλη μιας κοινωνίας ή μιας ομάδας της· η αμοιβαία εγγύηση· η αμοιβαία σχέση δύο ή περισσότερων ατόμων με πνεύμα δικαιοσύνης και αδελφότητας που εκδηλώνεται σε πράξεις αλληλοεξυπηρέτησης. Η α. διακρίνεται… … Dictionary of Greek
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
αντωνυμία — Κλιτό μέρος του λόγου, που η κλασική γραμματική (Διονύσιος ο Θραξ) ερμήνευε και όριζε ως τη λέξη που αντικαθιστά ένα όνομα. Στην πραγματικότητα, όμως, o ρόλος της α. είναι ευρύτερος και θα μπορούσε να οριστεί ως η λέξη που δηλώνει, χωρίς να τα… … Dictionary of Greek
εκδικητής — και γδικιωτής, ο (θηλ. εκδικήτρα και εκδικήτρια, η) (AM ἐκδικητής) 1. αυτός που ανταποδίδει το κακό, ο τιμωρός («εκδικητής τού φόνου τού πατέρα του») 2. υπερασπιστής, προστάτης («ἐκδικητής τών αδυνάτων») … Dictionary of Greek
κατάχρηση — Όρος του δημόσιου και του ιδιωτικού δικαίου, ο οποίος έχει πολλές έννοιες. Στο διοικητικό δίκαιο, η κ. εξουσίας αποτελεί λόγο ακύρωσης των διοικητικών πράξεων. Στο αστικό δίκαιο (άρθρο 281 Α.Κ.) υφίσταται κ. εξουσίας, όταν ένα δικαίωμα ασκείται… … Dictionary of Greek
κατεπιχείρησις — κατεπιχείρησις, ήσεως, ἡ (Μ) [κατεπιχειρώ] 1. επιχείρηση, προσπάθεια, ενέργεια 2. προσβολή κάποιου, επιχείρηση εναντίον κάποιου («ἡ τῶν ἀδυνάτων κατεπιχείρησις», Ευστ.) … Dictionary of Greek
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek